προλιπεῖν

προλιπεῖν
προλείπω
forsake
aor inf act (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ούνεκα — οὕνεκα και, πριν από φωνήεν, οὕνεκεν (Α) (αναφ. σύνδ. αντί oὗ ἕνεκα) 1. γι αυτό, ένεκα τούτου («οὕνεκεν... τὸ πεποναμένον εὖ μή... κρυπτέτω», Πίνδ.) 2. (ως ανταπόδοση στο τοῡδ ἕνεκα, τοὔνεκα και στο τῷ) επειδή, διότι (α. «τοῡδ ἕνεκά σφιν... ἄλγεα …   Dictionary of Greek

  • προλείπω — Α 1. αφήνω πίσω, εγκαταλείπω, παρατώ («νεκρὸν δὲ προλιπόντες ὑπέτρεσαν», Ομ. Ιλ.) 2. απλώς αφήνω («Ἀρκτοῡρος προλείπει ῥόον Ὠκεανοῑο», Ησίοδ.) 3. παραλείπω να κάνω κάτι («οὐδ ἐθέλω προλιπεῑν τόδε», Σοφ.) 4. (για πρόσ.) λιποθυμώ, λιποψυχώ («...… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”